φαντασία

φαντασία
Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού φαινομένου με το αντικειμενικό φυσικό αντικείμενο δημιουργεί τη διάκριση διαφόρων τύπων νοητικής δραστηριότητας και τους σχετικούς τύπους εικόνων. Μπορεί να έχουμε έτσι εικόνες κατ’ αντίληψη, τις σχετικά πιστότερες με το εξωτερικό δεδομένο (αντίληψη)· ιδεατές εικόνες, που αποτελούν ειδική περίπτωση εικόνων που ακολουθούν τις πρώτες, από τις οποίες διατηρούν μεγάλο βαθμό πιστότητας με το αντικείμενο-ερεθισμό και που σχηματίζονται κυρίως κατά την προεφηβική ηλικία, σε μερικά άτομα, διεγείροντας μια σημαντική μνήμη: αναφέρονται οι περιπτώσεις του Πίκο ντέλα Μιράντολα ως οπτικού ειδητικού τύπου και του Μότσαρτ ως ακουστικού ειδητικού. Πολύ συχνότερες είναι οι μεταγενέστερες ή επόμενες εικόνες, που ακολουθούν αμέσως τις κατ’ αντίληψη οπτικές, διατηρώντας μερικά αδρομερή μορφικά χαρακτηριστικά τους, με μια χρωματική αντιστροφή: π.χ. ένα μαύρο σχήμα πάνω σε άσπρο φόντο δημιουργεί μια μεταγενέστερη άσπρη εικόνα πάνω σε μαύρο φόντο· το ίδιο συμβαίνει με τα ζεύγη των συμπληρωματικών χρωμάτων: κόκκινο-πράσινο, κίτρινο-μπλε. Πολύ γνωστές και συχνές είναι οι μνημονικές εικόνες ως προϊόντα της λειτουργίας της μνήμης. Ενώ στις προηγούμενες περιπτώσεις, με διαρκώς μειωνόμενο βαθμό, έχουμε οπωσδήποτε μια συνάφεια ή μια προσπάθεια συνάφειας με την πραγματικότητα (π.χ. με την αναπόληση ενός αντικειμένου προσπαθούμε να επιβεβαιώσουμε την ομοιότητα της αναπολούμενης εικόνας με την εικόνα που σχημάτισε η συνείδηση κατά τη λειτουργία της αντίληψης), ο όρος φ. χρησιμοποιείται κυρίως για τον χαρακτηρισμό μιας παραστατικής λειτουργίας αρκετά ελεύθερης από τη συνάφεια με τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, αν και είναι προφανώς αδύνατο να φανταστούμε κάτι που να είναι εντελώς ξένο με κάθε αναφορά στην πραγματικότητα. Ακόμα και το πιο φανταστικό μυθιστόρημα ή ένας πίνακας αφηρημένης ζωγραφικής γεννιούνται στο μυαλό του καλλιτέχνη που συνδύασε ελεύθερα εικόνες ή μέρη τους, τα οποία άντλησε από εμπειρίες της αντίληψης. Ακόμα και η φ. αυτή μπορεί, με στενότερη έννοια, να έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη συνάφεια με την πραγματικότητα, επιτρέποντας τη διάκριση μεταξύ αναπαραγωγικής και παραγωγικής ή «δημιουργικής» φ. και κυρίως μπορεί να χαρακτηριστεί ανάλογα με την πρακτική ή αισθητική αξία των συνεπειών που δημιουργεί, προκαλώντας ορισμένη συμπεριφορά σε εκείνον που τη ζει. Έτσι μπορεί να έχουμε πράξεις φ. που δημιουργούν άγονες φαντασιοκοπίες, παραισθήσεις ή παραληρήματα στο διανοητικά άρρωστο άτομο ή, αντίθετα, φανταστικές συλλήψεις με μεγάλη πρακτική αξία, όπως οι επιστημονικές υποθέσεις ή οι καλλιτεχνικές συνθέσεις, που εξωτερικεύονται δηλαδή σε χρήσιμες πράξεις ή έργα που αναγνωρίζονται από μεγάλη μερίδα ανθρώπων. (Μουσ.). Μουσική σύνθεση σε αντιστικτικό μάλλον ύφος, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 16ου αι. και χαρακτηρίζεται από μια ελευθερία μουσικής επινόησης, ανάλογης –στο χώρο της ενόργανης μουσικής– με εκείνη του μοτέτου. Ο χαρακτήρας αυτός αυτοσχεδιασμού, που στη φ. γίνεται πάντα πιο ευδιάκριτος με τη βαρύτητα που αποκτά ο παράγοντας δεξιοτεχνία, ξαναβρίσκεται με μεγαλοφυή παραδείγματα στους μεγαλύτερους συνθέτες. Αρκεί να αναφέρουμε τα έργα του Μπαχ και του Μπετόβεν. (Το έργο του Μπετόβεν 27 αρ. 2 χαρακτηρίζεται από τον ίδιο quasi una fantasia, δηλαδή σχεδόν μια φαντασία). Στη ρομαντική περίοδο, ο χαρακτήρας της ελεύθερης μουσικής επινόησης καθιέρωσε στη φ. ένα κλίμα ελεγειακό και ονειροπόλο, που διακρίνεται π.χ. στη Fantasia-Improptu, έργο 66 του Σοπέν, και στη Φαντασία έργο 17 του Σούμαν. Ευαίσθητη στη μεταβαλλόμενη κλίμακα των εννοιών που είχε ο όρος στη διάρκεια του ρομαντισμού, η φ., παρουσιασμένη ως μουσική έκφραση του φανταστικού ή του υπερφυσικού, βρήκε μεγαλοφυείς συνθέσεις στα Φανταστικά κομμάτια του Σούμαν ή στη Φανταστική συμφωνία του Μπερλιόζ. Ξαναγυρίζοντας έπειτα στον δεξιοτεχνικό χαρακτήρα της, η φ. περιέλαβε και το είδος εκείνο ανθολογίας αποσπασμάτων λυρικών έργων, που ο Λιστ μετέγραψε αποκλειστικά για πιάνο (Φαντασία, από το Δον Ζουάν του Μότσαρτ ή από τον Ριγκολέτο του Βέρντι) και επεκτάθηκε στη μεταγραφή για μπάντα δημοφιλών μελοδραμάτων ή αποσπασμάτων από έργα ενός ορισμένου συνθέτη. Μια πολύχρωμη κατασκευή, μέρος του δημιουργήματος της Δανέζας σχεδιάστριας και αρχιτεκτόνισσας Βέρνερ Πάτον με τίτλο «Φανταστικό τοπίο» (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, Ν
βλ. φαντασία.
————————
η, ΝΜΑ, και φαντασία Ν [φαντάζω, -ομαι]
1. η δύναμη, η ικανότητα αναπαράστασης με τον νου πραγμάτων ή γεγονότων
2. ψευδής παράσταση, ασύστατη ιδέα που δημιουργείται μόνον στον νου, χωρίς καμιά αντιστοιχία με την πραγματικότητα, φανταστικό πλάσμα, φάντασμα
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) α) ψυχική λειτουργία με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να ανακαλέσει στο παρόν, με την μορφή νοητικών εικόνων, αντικείμενα ή γεγονότα γνωστά από μια προγενέστερη εμπειρία, νοερή ανάπλαση μιας προγενέστερης εικόνας, μιας προγενέστερης παράστασης, μιας προγενέστερης εμπειρίας
β) λειτουργία με την οποία ο νους «πλάθει» και παριστά, υπό μορφή συγκεκριμένη, πράγματα, όντα, καταστάσεις για τα οποία δεν έχει άμεση εμπειρία
γ) η ικανότητα επεξεργασίας νέων εικόνων και εννοιών σε έναν οποιονδήποτε τομέα τής πνευματικής δραστηριότητας, η ικανότητα εύρεσης πρωτότυπων λύσεων σε θεωρητικά ή πρακτικά προβλήματα, επινόηση, ικανότητα επινόησης
2. μουσ. σύνθεση ελεύθερης μορφής και έμπνευσης, που προορίζεται συνήθως για ενόργανη σόλο εκτέλεση
3. η ιδιότητα τού φαντασμένου, μεγαλαυχία, ψευτοπερηφάνια, έπαρση («είναι όλος φαντασία, λες και έγινε κάτι»)
4. φρ. α) «νοσηρή [ή αρρωστημένη] φαντασία» — φαντασία με την οποία πλάθονται απίθανα και παράδοξα πράγματα
β) «εξημμένη φαντασία» — φαντασία με την οποία μεγαλοποιούνται πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις
αρχ.
1. εξωτερική όψη ενός προσώπου ή πράγματος («τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φαντασίας», Πολ.)
2. μτφ. α) πραγμάτωση («συναύξειν τὴν φαντασίαν [τῆς νίκης]», Πολ.)
β) επίδειξη
γ) καλή φήμη, γόητρο
δ) πλάνη, απάτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασία καταληπτική —         (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… …   Dictionary of Greek

  • Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”